σμύρνας

σμύρνας
σμύρνᾱς , σμύρνα
myrrh
fem acc pl
σμύρνᾱς , σμύρνα
myrrh
fem gen sg (doric aeolic)
σμύρνᾱς , σμύρνα
myrrh
fem acc pl (ionic)
σμύρνᾱς , σμύρνα
myrrh
fem gen sg (doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Σμύρνας — Σμύρνᾱς , Σμύρνα of Smyrna fem acc pl Σμύρνᾱς , Σμύρνα of Smyrna fem gen sg (doric aeolic) Σμύρνᾱς , Σμύρνη fem acc pl Σμύρνᾱς , Σμύρνη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάσμυρνος — κατάσμυρνος, ον (Α) αυτός που αναδίδει οσμή σμύρνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σμυρνος (< σμύρνα), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. επίθ.] …   Dictionary of Greek

  • λιβάνι — Κομμεορρητίνη που βγαίνει με χάραξη του κορμού των δικοτυλήδονων φυτών του γένους Βοswellia, της οικογένειας των βουρσεριδών, της διαίρεσης των μαγνολιοφύτων. Τα κύρια είδη από τα οποία γίνεται η εξαγωγή του λ. είναι η Βοswellia carterii, που… …   Dictionary of Greek

  • σμυρνόμελαν — και ζμυρνόμελαν, έλανος, και σμυρνομελάνιον και σμυρνομέλανον, τὸ, Α παρασκεύασμα από μίγμα μελανιού και σμύρνας το οποίο χρησιμοποιούσαν στη μαγική. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύρνα / ζμύρνα + μέλαν (τὸ) «γραφική μελάνη»] …   Dictionary of Greek

  • Θείας — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν βασιλιάς των Ασσυρίων, πατέρας και σύζυγος της Μύρας ή Σμύρνας, η οποία γέννησε τον Άδωνη. Επειδή η κόρη του Θ. είχε παραμελήσει την τέλεση των λατρευτικών της καθηκόντων στην Αφροδίτη, η θεά για να την τιμωρήσει της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”